ηπανώ

ηπανώ
ἠπανῶ, -άω και -έω (Α) [ηπανία]
σπανίζω, απορώ, δεν έχω (κάτι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηπανία — ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α) σπανιότητα, έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησύχ. ηπανεί απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης τού *α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”